Mια ωραία μέρα μαζεύτηκαν μερικές προβληματισμένες Ελ Πήδες από το Ελ Πηδοχώρι να πάνε -λέει- στην ομάδα του συλλόγου θεραπευτικής κοινότητας «Ελ πήζω να μην ελ πήζω», με σκοπό την κατάθεση και την ανταλλαγή απόψεων πάνω στο επίμαχο ζήτημα της δυνατότητας αυτοδιάθεσής τους. Το θέμα ήταν πως είχαν βαρεθεί να το παίζουν αισιόδοξες σαπουνόφουσκες στο μυαλό του κάθε πικραμένου, με το επιχείρημα πως ήταν πάντα μεταίωρες, τυφλές και ατελέσφορες, και είχαν πλέον ψηθεί να κάνουν μια μαζική κίνηση ώστε να μπει ένα τέρμα στην μόνιμα αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι τους (μήλα ... κούντερα και τυρί φέτα).
Έτσι λοιπόν δήλωσε στην πρώτη τους συνεδρία μια θαρραλέα Ελ Πήδα -μόνο μια ήτανε-, πως είναι αποφασισμένη να πάει ντουγρού προς το κακόοο. Στο δρόμο, συνάντησε μια άλλη, καυλωμένη Ελ Πήδα που είχε ξημερώσει επί τούτου στο κακό και ξεκινούσε το δρόμο της με προορισμό το χειρότερο, μια ευκολότατη διαδρομή ρουτίνας. Στο δρόμο διασταυρώθηκαν με μια χαζούλα, ελαφρόμυαλη Ελ Πήδα που της την είχε βαρέσει, σώνει και ντε, ν’ ανοίξει νέους δρόμους και να πάει μπροστά... είχε λέει όνειρα και θετική διάθεση ν’αλλάξει τα κακώς κείμενα, που κατά την γνώμη της ήταν και περιστασιακά, παρά το μόνιμο πέπλο πεσιμισμού που γενικώς κυρίευε τα πράγματα. Έτσι –λέει- ταίριαζε άλλωστε και στην φύση της (Άβυσσος η ψυχοσύνθεση της Ελ Πήδας...) Σε κάποια κλειστή στροφή, σκοντάφτουν κάποιες από τις Ελ Πήδες πάνω σε κάποια άλλη, δειλή, που έμοιαζε ακόμα με Ελ Πήδα, ήταν ωστόσο ψιλομαστουρωμένη, ψιλοκομματιασμένη και γενικώς χαμένη κι νταγκλαρισμένη, μάλλον ήταν εθισμένη. Είχε λέει σιχαθεί η ψυχή της τον ανέλπιδα ελπιδοφόρο εαυτό της κι επειδή τα τελευταία χρόνια έπασχε κι από κάτι βασανιστικές αϋπνίες που την κρατούσαν σ’αναμμένα κάρβουνα, είχε υιοθετήσει την φυσική «Λύση» που της είχε προτείνει κάποτε μια ξαδέρφη της, και το ‘χε ρίξει στην κούπα και τους μπάφους. Έτσι χαχάνιζε αδιάφορα μόνη της μέσα στο μονότονο αλλά ευρύχωρο και καμιά φορά πολύχρωμο συννεφάκι της. Αυτοεγκαταλελημμένη σ’εκείνο το σημείο του δρομου, στο οποίο μια ηλιαχτίδα της διαπερνούσε μόνιμα το κεφάλι, παρέμενε μέχρι να γίνει αλοιφή και ν’αρχίσει τα κλαψουρίσματα. Κάαααθε μέρα τα ίδια (...) Μια άλλη λέει, μέσα της, πολλή ώριμη, ντρεπότανε τον ίδιο της τον εαυτό και δεν ήθελε καν ν’ ασχολείται με τα καταπιεστηκά καθήκοντα που της επέβαλλε η δήθεν φύση της. ‘Ετσι είχε αποφασίσει ύστερα απο μια δεκαετία παθητικότατης δράσης ν’ αποσυρθεί για λίγο και επιτέλους να περασει στο νιρβανικό επίπεδο της ενεργητικής αδράνειας, πάντα μέχρι να αποφασίσει και τελικά να αναλάβει με αυταπάρνηση τα καθήκοντα της. Προσωπικά κατορθώματα (...) Μια άλλη, απαθής Ελ Πήδα, που δεν είχε σκεφτεί ποτέ τι ήταν γραφτό να κάνει, και που γενικώς δεν το ‘χε με τα ελπιδοφόρα μηνύματα, το άναμμα μικρών σπιθών στο σκοτάδι και άλλου είδους κωλοφωτιές, συνέχιζε το χαβά της ο οποίος ήταν..εεεμ..χαχα..γενικώς ότι ‘κάναν και οι άλλες..στυλ φάση κι έτσι. (Καμιάαα φορά έπαιρνε την αργόσυρτή της κατάσταση γραμμή..αλλά μωρέεε.. ωχουυυ!)
Γενικώς ο δρόμος είχε πήξει στις Ελ Πήδες (που παρέμεναν πάντα... μία), που η κάθε μια τους για προσωπικούς της λόγους, ήθελε να ανακαλύψει εναλλακτικά μονοπάτια του εσωτερικού της κόσμου και μέσω του διαλογισμού και της γιόγκα-καβάλα να φτάσει στο ύψιστο πλέον επίπεδο, που με έναν ρυθμιστικό διακόπτη (ον/οφφ), θα μπορούσε πια κατά βούληση να ελ πήζει ή να μην ελ πήζει!
Κάποια στιγμή, εκεί που ίσως σμίγαν οι δρόμοι των, σκοντάφτουνε όλες μαζί πάνω σε μια τεθλιμμένη, απελπισμένη Ελ Πήδα, που, αφού είχε φάει δυο τρεις κατραπακιές ως τώρα, όπως γενικώς πηδούσε, την είχε δει αυτόχειρας, και προσπαθούσε να σβήσει και στην συνέχεια να αποξηράνει άλα τα εύφλεκτα, υγρά στοιχεία της σύστασής της, ώστε να μην διατρέξει ποτέ ξανά τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της ελπιστικής της φλόγας και φυσικά να αποφύγει όοολη αυτή την βαρετή ακολουθία καταδικασμένων σε τραγική κατάληξη γεγονότων, που αδιαλλείπτως την ανάγκαζαν να αυτοκαταργείται. Ακόμα και οι πιο εναλλάκτικ Ελ Πήδες βρήκαν το κόνσεπτ «Ψόφος στην Ελ Πήδα» ναι μεν ρηξικέλευθο, έμειναν όμως άναυδες στο πρωτάκουστο άκουσμα της πιθανότητας θανάτωσής τους, που εδώ που τα λέμε παραήταν υπερβολικό. Αυτές αφ’ενός επιθυμούσαν και οι ίδιες αυτονομία και αυτοδιαχείρηση, αφ’ετέρου γνώριζαν καλά πως καμιά Ελ Πήδα δε θα πέθαινε ούτε πρώτη ούτε και τελευταία (η σειρά είναι αμελητέας σημασίας). Η Ελ Πήδα λέει, δεν είχε καν το δικαίωμα να σβήσει, ίσως ούτε καν να σκοτωθεί από τα σκάγια κάποιου μοιραίου ψυχοσωματικού ατυχήματος!! Τίποτα! Καμία αυτεξουσία! Ένα παραθυράκι στον φασιστικό αυτό άγραφο νόμο, επέτρεπε λέει την απώθησή της, ή το πισθάγκωνο δέσιμο της και στην συνέχεια χτίσιμο της στα θεμέλια κάποιας αφετηρίας, ή και το πνίξιμό της (αλλά μόνο σε διαλεκτικά πηγάδια με πάτο, έτσι ώστε να μπορεί να ανελκυθεί ανά πάσα στιγμή). Σε κάθε περίπτωση όμως απαγορευόταν ρητά η αυτοκαταστραφή και ο αυτόβουλος αφανισμός της.
Η καταθλιπτική Ελ Πήδα της παρέας δηλαδή, θα δυσκολευόταν πολύ να βρει τη λύτρωση, (που σχεδόν της άξιζε), δίνοντας ένα τέλος στη ζωή της, και απελευθερώνοντας ταυτόχρονα και τα πράγματα απο το βάρος της, που τα καταδίκαζε αδιάκοπα σε αμήχανη προσμονή και ουτοπική προσδοκία. Είχε κάνει τα πάντα, πόλεμο και σαμποτάζ στον ίδιο της τον εαυτό, πλύσιμο, στράγγισμα, άπλωμα εγκεφάλου, της έβαζε εμπόδια (αλλά η άμοιρη τα ξεπερνούσε), απόχη και φόλα στο στομάχι της (αλλά οι πεταλούδες εκεί, φρουτς φρουτς), ταμπονάρισμα με μπαμπάκι, ποτισμένο από τον ιερό ποταμό της Λήθης....ό,τι να ‘ναι. Αλλά, ποιος μπορεί τελικά να πάει κόντρα στη φύση του..
Τέλος πάντων, κάποια μέρα κατέφθασε η είδηση, ύστερα από γονυπετή έκκλιση, πως τελικά βρέθηκε το αντίδοτο (πλασίμπο) κατά του χειμαρρώδους, άσβεστου χαρακτήρα των Ελ Πήδων, που ναι μεν δεν ήταν ικανό να τις εξοντώσει εξ ολοκλήρου, άφηνε όμως μια ελπιδοφόρα ατραπό προς τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιάθεση. Είχε δοθεί λέει από έναν ξακουστό, κορυφαίο γιατρό, αγνώστου ειδικότητος, ο οποίος υποσχόταν πως θα κατάφερνε ακόμα και να τις ευθανατίσει. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλες οι ενδιαφερόμενες Ελ Πήδες, με πρωτοστάτρια την ριζοσπατική, μέλλουσα αυτόχειρα στο γραφείο του ιατρού, που βρισκόταν στο Ύψωμα της Αρβανιτιάς ν’ακούσουν την πρότασή του. Ο τετραπέρατος κομπογιαννίτης που ήξερε πολύ καλά πως οι Ελ Πήδες δεν ήταν ποτέ δυνατόν να αποδεσμευτούν από τον ατελεύτητο, φερέλπιδα, σαδομαζοχιστικό εαυτό τους, τους εμφύτευσε ένα θνησιγενές βλαστοκύτταρο ματαιότητας και τις υπέβαλε σε εντατικό πρόγραμμα αποκλειστικής, αποχαυνωτικής ματαιοσχολίας, μπας και κατάφερναν επιτέλους να παρηγορηθούν.
Κάποιες καλόβολες Ελ Πήδες συνετίστηκαν κι ακολούθησαν την θεραπεία, ελπίζοντας πως θα θεραπευτούν, άλλες άλλαξαν γνώμη νοσταλγώντας την αρχική τους αισιοδοξία κι αποχώρησαν τελικά απ’ την ομάδα και μερικές κατάφεραν ν’ αυταπαξιωθούν προσωρινά και περιήλθαν σε κατάσταση νεκροφάνειας, απο την οποία είχαν κιόλας πρόσφατα ξανασυνέλθει. Τα ίδια και τα ίδια..