Ειχε κουρνιασει παλι ησυχα στο χαλακι του για την ημερησια του αναπαυση, που αποτελουσε και την μονη δραστηριοτητα του. Ηταν μια απο ‘κεινες τις μερες που οι συμπαντικες Δυναμεις ειχαν πειραματικη διαθεση και σταζανε ασυστολα χημικες σταγονες ευλογημενου, λυτρωτικου δηλητηριου πανω στα θνητα οντα. Σε καποια απ’ αυτες τις ακαθοριστες στιγμες τεντωνε το λαιμουδακι του κι προτεινε προς τον ουρανο την στενη γλωσσιτσα του, κλεινοντας μεσα της, με προσχαρη ανυπομονησια, μια απ‘αυτες τις σταγονιτσες και αφηνονταν να βουτηχτει στην καινουρια του περιπετεια..
Η πρωτη αισθηση που το κατεκλυζε, ηταν εκεινη της αυξησης των διαστασεων του. Τα ακρα του μετατρεπονταν σε αιχμηρες, νευρικες αποληξεις που αντιδρουσαν σε καθε περαστικο ερεθισμα. Αποκτουσε μεγαλα φτερα και πνευμονια, υπερμετρη σιγουρια και μεγαλοπρεπεια και επιταχυνονταν ανοδικα σχιζοντας καθετα τον ουρανο.. προορισμος του ηταν τα ορια, αλλα κι αυτα τωρα δεν ειχαν σημασια. Εκει που ξεπερνουσε τους νομους της βαρυτητας κι επαιρνε μια αρμονικη τροχια γυρω απο καποιο φωσφοριζε ουρανιο σωμα, αλλαζε σε ασυνηθιστο κομητη και αρχιζε τις σφηνες αναμεσα στα στενα περασματα των πλανητικων βραχων. Υστερα βρισκοταν πισω στην ατμοσφαιρα χωρις ανασα και με την αδρεναλινη του στα υψη και τρομοκρατημενο απο τον εκκωφαντικα γλυκο ηχο της πτωσης..για εκεινα τα δευτερολεπτα το χρωμα του δεν ταιριαζε σε καποιο σχημα, η υλη του διασκορπιζονταν και λιγη απ’αυτη ξεφευγε δεξια και αριστερα στα ανοιγματα των διαστημικων οροφων. Αποκτουσε για λιγο την αισθηση της ξεχυμενης μικρης του μαζας, πανω στο μαλακο χαλακι του και πριν προλαβει να συγκεντρωθει για να σωθει απ’την επομενη, αγνωστη μεταμορφωση του, τσαλαβουτουσε αδεξια αναμεσα στην κοινοτητα μερικων κυκνων, απολαμβανοντας την νοσταλγικη ησυχια των χορευτικων τους κινησεων. Πριν να ‘ρθει η σειρα του να τραγουδησει, βρισκονταν να λιαζει ραθυμα την εντυπωσιακη λεοντη του, υστερα εσερνε υπουλα τη φιδισια κοιλια του κατω απο τα υγρα φυλλα, χαιροταν τις ακροβατικες του ικανοτητες στο παλατι των ερυθρων, μεξικανικων μαϊμουδων, διεγερμενο απο την πιεση της εκδικητικης σταγονας στο κεντρι του.. Αυτο βεβαια που ευχαριστιωταν, ηταν που θροϊζε βουβα μαζι με τα αλλα κοραλλια, βαθεια στο βυθο..συντομα ομως ακουγε τον τρωκτικο εαυτο του να ροκανιζει με μανια τα χαρτονια, τις κουτες, τις μπλουζες και τα μαλλια του, σκορπισμενα μεσα στο κλουβι του. Οι σφυγμοι του ανεβαιναν και αγωνιουσε για μια ηπια μεταμορφωση..λιγο πριν η καρδια του ξεπηδησει απ’ τον θωρακα, προλαβαινε να χωθει λαχταρισμενο σε μια κατευναστικη υπαρξη. Το στομαχι του υπεφερε ακομα απο την αναγουλα, ομως η νεα του μορφη δε διεθεται στομα. Οι μεταμορφωσεις του ηταν ρεαλιστικες και επιπονες και εκτυλισσονταν σε κουικ μοσιον προκαλοντας του μεγαλη ζαλαδα.
Οι υπολοιπες ωρες στη συνειδητη πραγματικοτητα του κυλουσαν ηρεμα. Αναπολουσε αποχαυνωμενο τα ταξιδια του και που και που εβγαζε καναν φιλικο ηχο, περιμενωντας αποκριση..καμια φορα επαιρνε μια απο κανα αγνωστο ον και μπορει και να σμιγαν οι ματιες τους. Ποτε ομως δεν ετυχε καποιο να πιει απο το πορσελανινο πιατακι του.. στο τελος γινοταν λιωμα.. Ηταν οντως ευγνωμων για αυτες τις φαντασιακες, περιπετειωδεις στιγμες του, αλλα μεσα του επεμενε να μην τις χρειαζεται. Η υπερηφανια και ο εγωισμος του ασφυκτιουσαν μεσα στο στεναχωρο σωμα του και χυνονταν μουσκευοντας το χαλακι, φτανοντας ως την πορτα..τα μαζευε παντα οπως οπως, δεν ηθελε να παρασυρθει κανεις στο περασμα του..αλλα πιο πολυ ντρεπονταν γι’αυτη την ακαταστασια.
Οταν ολο αυτο ηταν πλεον παρελθον, το ‘παιζε κινεζος και ασχολιοταν με τον κηπο, εκανε και λιγο τουρισμο στα ξεφωτα της στρατοκρατουμενης επικρατειας, τιτιβιζε χαρουμενο κατω απο καμια ηλιαχτιδα, γεμιζε θετικη ενεργεια και υστερα πηδουσε φτερωτα προς το σπιτι, ανακουφισμενο που ειχε περασει ετσι ανωδυνα ακομα ενα απογευμα. Μετα ηταν η ωρα για την ολιγολεπτη επικληση του στον Θεο του Ηλιου. Αποφορτιζονταν απο τον μηδενικο φορτο της ημερας και εκλεινε τα ματια του, καταπιεζονατς την αγωνια για μια επερχομενη κριση διαταρχης του υπνου του..
Συνοφρυωμενο σηκωνονταν στον υπνο του και χωρις να αναρωτιεται πια για το πως και το γιατι της καταστασης, στεκονταν θολωμενο, παραλληλα στην ασφαλη, τσιμεντενια επιφανεια. Υστερα με δυναμη και φορα καρφωνε τη μυτη του στον τοιχο. Χτυπουσε αποφασιστηκα, ορθα και κοφτα το κεφαλι του προσπαθοντας να φυλακισει στο συντεθλιμενο του μυαλο, την αναμνηση του αποκρουστικου ηχου των σπασμενων ρινικων του οστων. Γρηγορα ζαλιζοτανε, εχανε τον κοσμο, παραπατουσε και το προσωπο του γεμιζε θρηνητικα, παρανοϊκα χαμογελα, αναμιγμενα με αιμα. Μαζευε πασχιζοντας τις τελευταιες του δυναμεις για να αποτελειωσει πια τον εαυτο του και με μια κραυγαλεα ικανοποιηση που εξεεπνεαν τα τσακισμενα του ρουθουνια, επεφτε αναισθητο, εγκαταλελλημενο ακομα κι απο την ελπιδα του τελους.
Το πρωι που ξυπνουσε αντυκριζε σοκαρισμενο την φρικαλεα οψη του δολοφονημενου του ειδωλου, που του χαμογελουσε απο την πισω μερια του καθρεφτη. Κρατωντας παντα την ψυχραιμια του, χανονταν στη θεαση του νυχτερινου συμβαντος και βιαζονταν να συνειδητοποιησει την αρτιμελεια του. Λυποταν παντα για την καταληξη της θυσιασμενης, φαντασιακης του εικονας και καθως την ψεκαζε με Αζαξ, ενιωθε τυχερο που μεχρι στιγμης την πληρωνε παντα εκεινη αντι γι’ αυτο.