Από τον Τριανταφυλλίδη αντιγράφω τις σωστές χρήσεις και τις διανθίζω με παραδείγματα οικείου ήθους και ύφους:
καν [kán] : I. μόριο αρνητικό, επιτατικό, σε αποφατικές προτάσεις, συχνά ούτε ~, χωρίς ~, χωρίς ούτε ~: α. επιτείνει την αποφατική σημασία της πρότασης· καθόλου, διόλου: Υπάρχουν φίλε μου παράλληλα σύμπαντα στα οποία αναπνέουν μουνιά που ούτε καν τα φανταζόμαστε. β.δηλώνει ότι δεν ισχύει η πρόταση ή ο όρος της πρότασης που το υποκείμενο της πρότασης θεωρεί αυτονόητα, στοιχειώδη ή ελάχιστα δυνατά: Ούτε καν στο τραπέζι δεν προλάβαμε να κάτσουμε, πήγα εγώ να φέρω το κρασί, πήγε αυτή για χαρτοπετσέπετες, ε, είναι και στενή η κουζίνα, με τα σουρταφέρτα το ξυπνήσαμε το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δύο πλάτες.
Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, το «ούτε καν» γραμματικώς πρέπει να εισάγει πρόταση ή κάτι τέλος πάντων «αυτονόητο, στοιχειώδες κλπ». Από μόνο του πάντως δεν παίζει. Η σλανγκ σημασία του, καταλήγω να πιστεύω ότι δεν είναι άλλη παρά μια εμφατική άρνηση, σε περιπτώσεις που άλλες αρνήσεις δεν ψιλοκολλάνε: π.χ. όταν η άρνηση αφορά κάτι ποιοτικό και όχι ποσοτικό, οπότε δεν κολλάει το «καθόλου». Ή, όταν η ολοκληρωτική άρνηση δεν σημαίνει κάτι κακό, οπότε δεν κολλάνε τα αρχιδιά καπαμά, παπάρια μάντολες κτο (το ούτε καν βέβαια, μπορεί να τα αντικαταστήσει σχεδόν όλ' αυτά). Βλ. και παραδείγματα.
- Όχι ρε μαλάκα, ούτε καν!
- Θα το φας το μπιφτέκι;
- Ούτε καν ρε συ, έχω σκάσει...
- Τι λέει εκεί, καλή φάση;
- Ούτε καν ρε μαλάκα, ψιλοχάλια...
- Τό 'φάγες ρε συ το ψωλίδι;
- Ούτε καν ρε φίλε, έχει γκόμενο...
- Να τ' αφήσω καμιά ώρα ακόμη να στεγνώσει και το ξαναπερνάμε μετά;
- Όχχχχι, ούτε καν ρε συ, καν' το τώρα να φύγουμε και δεν την παλεύω σήμερα.....
- Ξέρεις Αντρέα να μας πεις κανένα αρνητικό επιτατικό μόριο της νεοελληνικής;
- Ούτε καν, κυρία, δεν διάβασα γιατί είχαμε επισκέψεις.
- Χορεύεις καν καν;
- Ούτε καν...
- Ούτε καν καν καν; (σωστή χρήση)